Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Αχ! Αχ! Αχ!

Αχ! Αχ! Αχ!

Αχ, ποιος μπορεί να σταθεί αδιάφορος μπροστά στο πρόβλημα του θανάτου; Ποιος μπορεί να πει ότι δεν τον απασχολεί και δεν τον συγκλονίζει; Το πρόβλημα αυτό ή το λύνει κανείς, ή αυτό γίνεται ο εφιάλτης του.

Κάποια γεγονότα είναι αποκαλυπτικά. Φανερώνουν το δράμα της ψυχής που έχει στενέψει τους ορίζοντές της και δεν αντιμετωπίζει τα μεγάλα προβλήματα με το φως της αιωνιότητας. Μοιάζει με ουρανοδρόμο αετό καταδικασμένο να γυροφέρνει σε μια αυλή.

Ποιες χαρές να ζήσει μια ψυχή, όταν της λέμε, ότι το παν τελειώνει σε ένα παγερό τάφο;

Ο Ιταλός συνθέτης Ιάκωβος Πουτσίνι (1858 – 1927) αγαπήθηκε όσο λίγοι από τον ιταλικό λαό για τα μελοδράματά του. Χάρη στο μελωδικό του χάρισμα γνώρισε μεγάλες επιτυχίες. Η δόξα τον καταδίωκε αδιάκοπα. Πάνω στις όπερες του, με τα μελωδικά του φτερά, ανέβηκε τις πιο ψηλές κορφές της φήμης και του θριάμβου. Παγκόσμια η αναγνώριση. Τι του έλειπε; Τίποτα. Πλούτη, δόξα, ηδονές, όλα στη διάθεση του. Είχε ό,τι και όσα θα μπορούσε να επιθυμήσει ο πιο απαιτητικός άνθρωπος. «Είχε» τα πάντα, αλλά… τίποτε δεν είχε! Του έλειπε ένα. Αυτό που όταν λείπει, λείπουν όλα. Του έλειπε η δυνατή πίστη στο Θεό και στην αιωνιότητα, η ακλόνητη πίστη στη ζωή μετά τον θάνατο. Με την πίστη αυτή η ζωή γίνεται όμορφη, ισορροπημένη, χαρούμενη. Αποκτά νόημα και περιεχόμενο, διότι δεν στενεύει τους ορίζοντές της. Προεκτείνεται και επεκτείνεται στην αιωνιότητα. Χωρίς αυτή η ζωή είναι άδεια. Το ομολογεί ο ίδιος ο συνθέτης, όχι σε μια δύσκολη στιγμή. Το ομολογεί, όταν η δόξα του έστελνε τα πιο γλυκά της χαμόγελα. Να τι ένιωθε: «Επιτυχίες; Τι να τις κάνεις, αφού οπωσδήποτε έρχονται τα γηρατειά και ο θάνατος; Θα ήθελα να φτιάξω νέες όπερες, να γράψω περισσότερη μουσική, αλλά, αλίμονο, δεν έχω πια αυτή τη δυνατότητα»!..

Αχ! Αχ! Αχ!

Υπάρχουν όμως και τραγικότερες (από αυτήν του συνθέτη Ιάκωβου Πουτσίνι) περιπτώσεις.

Ο Γάλλος ουμανιστής Ραμπελέ προτού αφήσει την τελευταία του αναπνοή, άφηνε και την τελευταία του ελπίδα: «Ας πέσει η αυλαία. Η παράσταση τελείωσε»!..

Να περιγράψει κανείς το τέλος του μεγάλου αρνητή, του Βολτέρου; «Ένα χέρι με αρπάζει και με σέρνει στο δικαστήριο του Θεού»…

Ο φιλόσοφος του υλισμού ο Hobbes, στέκεται μπροστά στο θάνατο με φόβο, διότι τον βλέπει σαν «τρομερό πήδημα στο σκοτάδι»…

Τι με έπιασε και τα αραδιάζω όλα αυτά, στα καλά καθούμενα; Θέλω να φιλοσοφήσω με τα παραδείγματα αυτά, και να πω ότι το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι χωρίς την πίστη στην ανάσταση του Σωτήρα Χριστού, (χωρίς το φως που αναπήδησε από τον άδειο τάφο του Κύριου, τότε), το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι χωρίς την πίστη αυτή, «είμαστε οι ελεεινότεροι από όλους τους ανθρώπους» σύμφωνα και με τα λόγια του απόστολου Παύλου από την επιστολή του στους Κορίνθιους.

…Φιλοσοφώ και λέω ότι είναι φοβερό το να αισθάνεται κανείς δέσμιος του θανάτου. Το να τον φοβάται, δηλαδή, διότι τον θεωρεί ως τον πιο ακαταμάχητο εχθρό. Υπάρχει πιο μεγάλη δυστυχία; Μια τέτοια τοποθέτηση κάνει τη ζωή αβάσταχτη. Γίνεται πηγή αγωνίας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Υ.Γ.
Ευχαριστώ για την ωραία σου ευχή («Εύχομαι η χάρη της Παναγίας να σκεπάζει εσένα και την οικογένειά σου»). Ευχαριστώ λοιπόν και ανταποδίδω:
Εύχομαι η χάρη της Παναγίας να σκεπάζει και εσένα και τη δική σου οικογένεια, καλή μας Άννα.
…Και σαν κέρασμα (αφού γιόρταζα και ως Παναγιώτης!) προσφέρω μια εικόνα της Παναγίας.


2 ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΠΙΟ ΠΑΝΩ
(εκ μεταφοράς, από το "ΧΑΙΡΕΤΕ")


stavroula είπε...

Pragmati periegrapses me ta poio
omorfa epixeirhmata to musthrio tou 8anatou!

Lupamai tous an8rwpous pou
prospa8oun na peisoun tous eautous tous oti h zwh teleiwnei edw zwntas
me pseudais8hseis.

27 Αύγουστος 2008 3:38 πμ


P. MICHALOPOULOS είπε...

Γεια σου Σταυρούλα! Τι κάνεις;
Έχεις αφήσει σχόλιο εδώ και μια ώρα και δεν το είχα πάρει είδηση;

Έρχομαι λοιπόν τώρα, να σου απαντήσω ότι: Έτσι είναι όπως τα λες!

Και η ζωή δεν τελειώνει εδώ, αλλά συνεχίζεται.

Το ίδιο και τα σχετικά σχόλια («συνεχίζονται»)...

Χαιρετώ! :-)

27 Αύγουστος 2008 4:47 πμ



Το ίδιο και τα σχετικά σχόλια («συνεχίζονται»)...

As I was walking down life's highway many years ago
I came upon a sign that read: «Heavens Grocery Store».
When I got a little closer the doors swung open wide
And when I came to myself I was standing inside.

I saw a host of angels. They were standing everywhere
One handed me a basket and said "My child shop with care."

Everything a human needed was in that grocery store
And what you could not carry you could come back for more
First I got some Patience. Love was in that same row.
Further down was Understanding, you need that everywhere you go.
I got a box or two of Wisdom and Faith a bag or two.
And Charity of course I would need some of that too.
I couldn't miss the Holy Ghost It was all over the place.
And then some Strength and Courage to help me run this race.

My basket was getting full but I remembered I needed Grace,

And then I chose Salvation for Salvation was for free
I tried to get enough of that to do for you and me.

Then I started to the counter to pay my grocery bill,
For I thought I had everything to do the Masters will.

As I went up the aisle I saw Prayer and put that in,
For I knew when I stepped outside I would run into sin.

Peace and Joy were plentiful, the last things on the shelf.
Song and Praise were hanging near so I just helped myself.

Then I said to the angel
"Now how much do I owe?"
He smiled and said "Just take them everywhere you go."

Again I asked "Really now, How much do I owe?"
"My child" he said, "God paid your bill a long long time ago."


This poem has been sent to you with love.